Το πρόσφατο επεισόδιο στη Σαντορίνη φέρνει τον καθένα από εμάς πρόσωπο με πρόσωπο με ένα έγκλημα που ο νους του μέσου «φυσιολογικού» ανθρώπου δείχνει να μην μπορεί να συλλάβει. Το ερώτημα που ευλόγως ανακύπτει: «Ποιος μπορεί να είναι ικανός για ένα τέτοιου είδους έγκλημα;». Σε αυτό το ερώτημα δίνουν απάντηση ειδικοί με τους οποίους ήλθε σε επαφή «Το Βήμα». Οπως προκύπτει από τα λεγόμενά τους, μπορεί στην περίπτωση του δράστη της Σαντορίνης να υπήρχε, όπως δείχνουν τα στοιχεία από τις τελευταίες καταθέσεις, σοβαρό ψυχωτικό υπόβαθρο, ωστόσο δεν είναι πάντα απαραίτητο άνθρωποι που είναι ικανοί για τέτοιου είδους ειδεχθή εγκλήματα να διαθέτουν τα χαρακτηριστικά ενός ψυχωτικού ασθενούς. Πολλές φορές πρόκειται για άτομα που δεν ανήκουν απαραιτήτως στον μέσο φυσιολογικό όρο αλλά διαθέτουν μια «οριακή», όπως χαρακτηρίζεται από τους ειδικούς, προσωπικότητα, για την οποία εξωγενείς παράγοντες, όπως το στρες της απόρριψης του συντρόφου ή της απόλυσης από την εργασία, είναι ικανοί να αποτελέσουν το «φιτίλι» για την καταστροφή.
Εγκλημα και ψυχοπαθολογία
Η εγκληματική συμπεριφορά μπορεί να σχετίζεται με κάποια ψυχοπαθολογία, χωρίς αυτό να ισχύει πάντα, αναφέρει η κυρία Κατερίνα Παπανικολάου, κλινική ψυχολόγος – ψυχοθεραπεύτρια. Εξηγεί ότι όσον αφορά την ψυχοπαθολογία που συναντούμε στον χώρο της εγκληματικότητας, αυτή τοποθετείται σε δύο βασικές διαγνωστικές κατηγορίες, της ψύχωσης και της διαταραχής προσωπικότητας. Η βασική διαφορά τους ως προς την εγκληματική πράξη είναι το επίπεδο συνείδησης και επομένως ο βαθμός ευθύνης σε αυτόν που τη διαπράττει. «Κάποιος που διαπράττει ένα έγκλημα ενώ βρίσκεται σε ψύχωση, δρα χωρίς να έχει συναίσθηση τού τι πράττει, αφού βρίσκεται σε πλήρη σύγχυση, δεν μπορεί να διαχωρίσει τι είναι πραγματικό και τι όχι, τι προέρχεται από τη φαντασία του και τι από τον εξωτερικό κόσμο. Διαπράττει το έγκλημα στο πλαίσιο μιας παραληρηματικής φάσης όπου έχει χαθεί η επαφή με την πραγματικότητα: μπορεί να έχει αναπτύξει παρανοϊκό ιδεασμό που τον σπρώχνει να προβεί σε βία αφού νιώθει ότι απειλείται από κάποιον ή να διακατέχεται από ακουστικές ψευδαισθήσεις που τον διατάζουν να συμπεριφερθεί με αυτόν τον τρόπο».
Τι συμβαίνει όμως στον ψυχισμό των δραστών που δεν έχουν ψυχωτική κατάρρευση; «Συνήθως μιλάμε για άτομα που έχουν κάποια διαταραχή προσωπικότητας, για άτομα που έχουν επαρκή γνώση και επαφή με την πραγματικότητα αλλά έχουν βασικό έλλειμμα στην ικανότητα ελέγχου της επιθετικότητάς τους. Εμφανίζουν έντονο παρορμητισμό, πρωτόγονη επιθετικότητα, έλλειψη ηθικής, απουσία ενοχής και ευθύνης. Στις σχέσεις τους δεν αναγνωρίζουν ότι ο άλλος είναι ένα ξεχωριστό άτομο με δικές του ανάγκες, έχουν συναίσθηση μόνο των δικών τους αναγκών και νιώθουν ματαίωση όταν δεν ικανοποιούνται άμεσα. Οι ερωτικές τους σχέσεις είναι σχέσεις κατοχής, με ζηλοτυπικά επεισόδια και έλεγχο του άλλου» λέει η κυρία Παπανικολάου.
Η ειδικός επισημαίνει ότι ενώ τα άτομα αυτά δεν εμφανίζουν τη σύγχυση μιας ψυχωτικής δομής, η ψυχολογική δομή τους είναι αρκετά πρωτόγονη και αδύναμη. «Ο ψυχισμός τους είναι αδύναμος και καταρρέει εύκολα, είναι ακατέργαστος και δεν έχει ψυχολογικά κρατήματα. Το έναυσμα που οδηγεί στην ψυχολογική κατάρρευση είναι η απειλή της απώλειας ενός σημαντικού προσώπου, κυρίως όταν αυτό δεν γίνεται τυχαία αλλά λόγω της βούλησης του άλλου. Η απώλεια της σχέσης οδηγεί σε ψυχολογική κατάρρευση που εκδηλώνεται με βίαιες επιθετικές συμπεριφορές που στόχο έχουν να καταστρέψουν τον άλλον και μπορεί να φτάσουν στον φόνο. Ο φόνος είναι μια απελπισμένη επανάκτηση του άλλου, που κάνει τον δράστη να νιώθει ανακούφιση αφού εκμηδενίζει τον αποχωρισμό».
Σύμφωνα με την κυρία Παπανικολάου το να προσπαθήσουμε να εντάξουμε το έγκλημα στη Σαντορίνη στη μία ή στην άλλη κατηγορία είναι ανέφικτο, αυθαίρετο και αντιδεοντολογικό, αφού κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει μόνο με ψυχιατρική εξέταση του δράστη και επακριβή γνώση του κλινικού ιστορικού του, με συλλογή πληροφοριών γύρω από τη ζωή του και σαφή εκτίμηση των γεγονότων που προηγήθηκαν και ακολούθησαν το έγκλημα. Η ειδικός σημειώνει πάντως ότι υπάρχουν «όψεις» του εγκλήματος της Σαντορίνης που παραπέμπουν σε άτομο το οποίο βρισκόταν υπό ψυχωτική κατάρρευση όταν προχωρούσε στις αποτρόπαιες πράξεις του. «Το έγκλημα που διαπράττεται από κάποιον ο οποίος βρίσκεται υπό ψυχωτική κατάρρευση αφορά συνήθως μια μαζική εκτόνωση της ακατέργαστης επιθετικότητας που υποδηλώνει τον πρωτόγονο ψυχισμό από τον οποίο πηγάζει. Ακόμη, το έγκλημα αυτό διαπράττεται σε τέτοια φάση αποδιοργάνωσης που ο δράστης δεν λαμβάνει μέτρα αυτοπροστασίας κατά τη διάρκειά του ή ύστερα από αυτό για να αποφύγει τη σύλληψη. Αυτά τα δύο στοιχεία τα συναντήσαμε στο έγκλημα της Σαντορίνης».
Μήπως έχει το ακαταλόγιστο;
Από την πλευρά του ο κλινικός ψυχολόγος – ψυχοθεραπευτής κ. Δ. Μπούκουρας τονίζει ότι όσο κι αν οι αποτρόπαιες πράξεις του ατόμου που σοκάρισε όχι μόνο το ελληνικό αλλά και το διεθνές κοινό φάνηκε να ανήκουν σε έναν άνθρωπο με έκδηλη συναισθηματική και νοητική αποδιοργάνωση, η δομή της ζωής του 31χρονου δεν μαρτυρεί ένα ψυχωτικό άτομο. «Αν αποδειχθεί ότι ο δράστης εμφάνιζε χρόνια ψυχωτική συνδρομή, τότε οι πράξεις του έχουν το ακαταλόγιστο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την επόμενη μεταχείρισή του από τα δικαστήρια σε περίπτωση επιβίωσής του. Και αυτό διότι τα χρονίως ψυχωτικά άτομα μπερδεύουν τις φαντασιώσεις τους με την πραγματικότητα και ευρισκόμενα σε παραληρηματική φάση προχωρούν σε αποτρόπαιες πράξεις για τις οποίες δεν έχουν ευθύνη. Το συγκεκριμένο όμως άτομο παρουσίαζε στοιχεία που δεν συνηγορούν στην εικόνα του ψυχωτικού. Εμφάνιζε έκδηλο σαδισμό, σκληρότητα και αδιαφορία για τις συναισθηματικές αντιδράσεις των άλλων, γεγονός που το διαφοροποιεί από κάποιον ψυχωτικό ασθενή. Είχε τη συγκρότηση που απαιτούνταν για να διαπράξει έγκλημα, διέθετε την απαιτούμενη συγκρότηση ώστε να έλθει σε αντιδικία με τη σύζυγό του επιχειρηματολογώντας, έστω και αν έδειχνε επιθετικότητα. Είχε μια δομημένη ζωή, παρά τα προβλήματά της: είχε παντρευτεί, εργαζόταν, παρά τις συχνές αλλαγές στην εργασία του λόγω της αναφερομένης εριστικότητάς του. Εδειξε συνειδητοποιημένη σκληρότητα όταν αποκεφάλισε το σκυλί του μπροστά στη σύζυγό του για να την τιμωρήσει και στη συνέχεια τιμώρησε και την ίδια με τον πιο βάναυσο τρόπο».
Στις ίδιες γραμμές κινείται και η άποψη του κ. Β. Τσιπά, ψυχιάτρου και μέλους του ΔΣ της Ελληνικής Ψυχιατρικής Εταιρείας. «Η όλη συμπεριφορά του δράστη δεν παραπέμπει σε άτομο με ψυχωτική συνδρομή. Φαίνεται ότι η περίπτωση του 31χρονου αφορούσε μια βαριά διαταραγμένη προσωπικότητα με χρόνιο πρόβλημα, που δεν διέθετε οργανωμένες άμυνες. Υπό το βάρος του στρες ένα τέτοιο άτομο είναι δυνατόν να εμφανίσει ψυχωτικά στοιχεία, χωρίς όμως να χαρακτηρίζεται ψυχωτικό. Παράλληλα, το γεγονός ότι ο μετέπειτα δολοφόνος δέχθηκε να καταφύγει στο Κέντρο Υγείας δύο ημέρες πριν από το έγκλημα δεν συνάδει επίσης με τη συνήθη εικόνα του ψυχωτικού ασθενούς. Στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων αυτοί οι ασθενείς σύρονται στον ειδικό από τους οικείους τους και δεν δέχονται να τους επισκεφθούν».
Πάντως, σύμφωνα με πληροφορίες από στελέχη του υπουργείου Υγείας στη γνώση των οποίων έχουν περιέλθει στοιχεία σχετικά με τον ιατρικό φάκελο του δράστη της Σαντορίνης, τα στοιχεία αυτά ενισχύουν σε μεγάλο βαθμό την άποψη του ακαταλόγιστου σε ό,τι αφορά τις πράξεις του 31χρονου.
Μη προβλέψιμη συμπεριφορά
Μέσα από το πρόσφατο έγκλημα στη Σαντορίνη διαπιστώσαμε για μία ακόμη φορά ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά, και δη η εγκληματική συμπεριφορά, είναι μη προβλέψιμη, πέρα και έξω από οποιαδήποτε πρόγνωση, σημειώνει η κυρία Βάσω Αρτινοπούλου, αναπληρώτρια καθηγήτρια Εγκληματολογίας στο Τμήμα Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Η καθηγήτρια τονίζει ότι μόνο η κλινική εξέταση του δράστη θα φωτίσει μελλοντικά τις σκοτεινές όψεις του ψυχισμού του. «Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να αποφευχθούν, κατά τη γνώμη μου, οι γενικεύσεις τόσο ως προς την αναπαραγωγή του στερεοτύπου του “ψυχικά ασθενούς εγκληματία” όσο και ως προς το κοινωνικό στίγμα της ψυχικής ασθένειας. Εχει προ πολλού καταρριφθεί η αιτιολογική σχέση μεταξύ ψυχικής ασθένειας και εγκληματικότητας, αφού ούτε όλοι οι ψυχικά ασθενείς εγκληματούν ούτε όλοι οι εγκληματίες είναι ψυχικά ασθενείς. Παράλληλα η αναπαραγωγή του κοινωνικού στίγματος της ψυχικής νόσου επηρεάζει αρνητικά τις όποιες προσπάθειες κοινωνικής ένταξης και θεραπείας των ασθενών».
Το ζητούμενο είναι, όπως χαρακτηριστικά καταλήγει η κυρία Αρτινοπούλου, το έγκλημα αυτό να μη γίνει αντικείμενο μιας τρομολαγνικής προβολής αλλά να αναδείξει την ουσία, που είναι οι ανεπάρκειες στο σύστημα της πρωτοβάθμιας περίθαλψης και (προ)αγωγής της ψυχικής υγείας στον γενικό πληθυσμό. Ας μη μένουμε λοιπόν στο μεμονωμένο φαίνεσθαι, αλλά ας σταθούμε στο είναι των συνθηκών που ίσως «γεννούν» εγκληματίες…
ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΡΟΚΑΛΕΣΑΝ ΑΙΣΘΗΣΗ
Σύμφωνα με τους γνωρίζοντες, στη χώρα μας δεν έχει καταγραφεί παρόμοια περίπτωση με αυτή της Σαντορίνης, κατά την οποία ο δράστης να περιφέρει ως «τρόπαιο» το κεφάλι του θύματός του μετά τον αποκεφαλισμό. Ωστόσο παρόμοιες ιστορίες βουτηγμένες στο αίμα έχουν συγκλονίσει κατά καιρούς την Ελλάδα. Ποιος δεν θυμάται τον Θεόφιλο Σεχίδη, ο οποίος το 1996 συγκλόνισε την κοινή γνώμη διαπράττοντας σε ηλικία τότε 24 ετών στη Θάσο πενταπλό έγκλημα που είχε ως θύματα μέλη της οικογένειάς του. Μετά τη δολοφονία ο δράστης τεμάχισε τα πτώματα, τα τοποθέτησε σε πλαστικές σακούλες και τα μετέφερε μέσα στο αυτοκίνητό του με φεριμπόουτ στην Καβάλα, όπου και τα εξαφάνισε σε σκουπιδότοπο. Περίπου την ίδια περίοδο το πανελλήνιο έμεινε και πάλι άφωνο μπροστά στην αποκάλυψη της ιστορίας του 22χρονου τότε Αντώνη Δαγλή, του αποκαλούμενου «δολοφόνου με το πριόνι», ο οποίος στραγγάλιζε ιερόδουλες και στη συνέχεια τεμάχιζε τα πτώματα και τα διασκόρπιζε σε διαφορετικά σημεία της Αθήνας. Ο Δαγλής βρέθηκε απαγχονισμένος στο κελί του στο Ψυχιατρείο των Δικαστικών Φυλακών Κορυδαλλού, τον Αύγουστο του 1997. Το 1999 ένας άλλος νεαρός άνδρας, ο 23χρονος Καβαλιώτης Γιώργος Σκιαδόπουλος, μηχανικός σε εμπορικά πλοία, πέρασε στο πάνθεον των πιο στυγνών εγκληματιών. Το ερωτικό πάθος του για την 30χρονη Ελληνοαμερικανίδα Τζούλια-Μαρί Σκάλι, μια πανέμορφη γυναίκα με καριέρα μανεκέν, τον οδήγησε στο να τη στραγγαλίσει μέσα σε ένα νοικιασμένο αυτοκίνητο, να της κόψει το κεφάλι με πριόνι και τελικώς να πετάξει το κορμί μέσα σε μια βαλίτσα σε ένα μικρό έλος και το κεφάλι σε μια παραλία.
Πρόσφατα στο εξωτερικό γράφτηκαν με κατακόκκινα γράμματα δύο εγκλήματα που φέρουν στοιχεία της φρίκης στη Σαντορίνη. Ο Τιμ Μακ Λιν, ένας 22χρονος άνδρας ο οποίος επέβαινε σε λεωφορείο στην επαρχία Μανιτόμπα του Καναδά, σφαγιάστηκε άγρια από έναν 40χρονο συνεπιβάτη του, τον Βινς Λι, ο οποίος στη συνέχεια τον αποκεφάλισε και επεδείκνυε στους υπόλοιπους επιβάτες το κεφάλι του άτυχου νεαρού!
Εξάλλου στις 29 του περασμένου Ιουλίου αυστραλιανό δικαστήριο έλαβε απόφαση σχετικά με ένα άλλο φρικτό, παρεμφερές έγκλημα, που είχε μάλιστα ως θύμα έναν έφηβο. Πριν από τρία χρόνια στο Μπρισμπέιν της Αυστραλίας ο 28χρονος τότε Τζέιμς Πάτρικ Ρόουφαν δολοφόνησε με τη βοήθεια ενός ακόμη άνδρα τον 17χρονο Μόργκαν Τζέι Σέφερντ με 133 (!) μαχαιριές. Στη συνέχεια ο Ρόουφαν αποκεφάλισε το θύμα του και χρησιμοποίησε το κεφάλι του για να… παίξει κουκλοθέατρο αλλά και ως μπάλα του μπόουλινγκ!
Προσωπικά δεδομένα και ψυχική νόσος
Στο χέρι του ασθενούς και της οικογένειάς του βρίσκεται αποκλειστικώς το δικαίωμα να αναφέρουν στο περιβάλλον τους αν πάσχει από κάποια διαγνωσμένη ψυχική νόσο. Οπως τονίζει ο κ. Τσιπάς «μόνο με εισαγγελική παραγγελία μπορεί κάποιος να λάβει τη διάγνωση για την κατάσταση ενός ατόμου. Πρόκειται για προσωπικό δεδομένο το οποίο προστατεύεται και έτσι πρέπει να γίνεται». Ετσι σημαντικό ρόλο στις διαπροσωπικές σχέσεις ενός τέτοιου ασθενούς παίζει, εκτός βέβαια από τον ίδιο, ο οικογενειακός περίγυρός του, αν γνωρίζει το πρόβλημα. Αλλά και η κυρία Παπανικολάου υπογραμμίζει ότι η ψυχική διαταραχή είναι μία ασθένεια όπως οι σωματικές ασθένειες, ως εκ τούτου πληροφορίες γύρω από την ψυχική υγεία κάποιου διαφυλάσσονται – και πρέπει να διαφυλάσσονται – από το ιατρικό απόρρητο. «Από εγκλήματα που μπορεί να οφείλονται σε κάποια ψυχική ασθένεια δεν μας προστατεύει η άρση κανενός ιατρικού απορρήτου, αλλά η ενημέρωση γύρω από την ψυχική ασθένεια. Δεν χρειάζεται να τη δαιμονοποιούμε και να τη φοβόμαστε.».